πονηροῖς

πονηροῖς
πονηρός
oppressed by toils
masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πονήροις — πονηρός oppressed by toils masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • непри˫азнивыи — (7*) пр. Лукавый; злой, враждебный: завидевыи же непри˫азнiвыи дь˫аволъ. добромѹ начатью ѥго. пришьд [так!] же нача бити въ двьри храмины то˫а Пр XIV (6), 44б; и непри˫азнивы˫а тоземець приимъ обыча˫а. и жерти идоломъ и бѣсомъ ѿ тѣхъ наѹчившюсѧ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ετάζω — (ΑΜ ἐτάζω) (συνηθέστ. εν συνθέσει) ερευνώ, εξετάζω, αναζητώ («ἐτάζειν τοὺς ἀδικέοντας», Δημόκρ.) το ρήμα σύνηθες στους Ο: «σὺ εἶ ὁ ἑτάζων καρδίας», Α Παραλειπομένων αρχ. μσν. υποβάλλω σε δοκιμασίες, βασανίζω, τυραννώ («ἤτασεν ὁ θεὸς τὸν Φαραὼ… …   Dictionary of Greek

  • συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… …   Dictionary of Greek

  • συμμιγνύω — και συμμειγνύω ΝΜΑ, και συμμείγνυμι και επικ. και ιων. και αττ. τ. συμμίσγω Α [μ(ε)ιγνύω] αναμιγνύω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, ανακατώνω μαζί, συμφύρω αρχ. 1. (σχετικά με δύο στρατεύματα) συγχωνεύω, συνενώνω 2. (σχετικά με πρόσ.) ενώνω,… …   Dictionary of Greek

  • χαλκίον — και χαλκεῑον, τὸ, Α [χαλκός] 1. σκεύος κατασκευασμένο από χαλκό 2. κύμβαλο 3. κοίλο χάλκινο ηλιακό ρολόι 4. είδος χάλκινου νομίσματος («τούτοις τοῑς πονηροῑς χαλκίοις, χθές τε καὶ πρώην κοπεῑσι τῷ κακίστῳ κόμματι», Αριστοφ.) 5. χάλκινο εισιτήριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”